- σαρκοπλασία
- η, Νβιολ. σαρκοφυΐα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάρκωση — η / σάρκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σαρκῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρκώνω, σαρκοπλασία νεοελλ. μσν. εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) ενσάρκωση αρχ. 1. σαρκώδες βλάστημα στη μύτη, σάρκωμα 2. πολυσαρκία … Dictionary of Greek
σαρκοφυΐα — η, ΝΑ [σαρκοφυῶ] η δημιουργία και ανάπτυξη νέου κοκκιώδους συνδετικού ιστού στην επιφάνεια ενός τραύματος ή ενός έλκους κατά την διεργασία επούλωσής του, αλλ. σαρκοπλασία … Dictionary of Greek